|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ψαχουλευτός? — — γρέτσος — ενενηντάρης — ευθυγραμμία — κληρικός — κουτσούλισμα — χοώδης — χεροπόδαρα — αχόλιαγος — περιηγητικός — ταραχοποιός — μυελός — Σκανδιναυή — ασφυκτικώς — εξάφρισμα — εργαλειοστάσιο — μεταλλαγωγός — μεσιακά — τζάνερο — καλός — ἐξεχασμένος — μπόρτζι |
|||