|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ψαχουλευτός? — — δερματουργικός — ηλιοστάσι — ξανθογένης — δικτατορεία — αέριος — χωματίδα — εξακριβώνω — αλληλοφθονία — χελώνειος — εγκαιροφλεγής — αστείος — μονιστικός — αντασφαλίζω — πλαισιώνω — αμακάριστος — εύκολα — σκελίδι — έμπιστος — κοψομέσιασμα — ενοικιαστής — πανοραμικός |
|||