|
ο торговец солью #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово торговец солью? — αλατέμπορος как с (ново)греческого переводится слово αλατέμπορος? — торговец солью — πενήντα — ζουρλαμάρα — εξημμένος — ψυχοτεχνική — αποστραγγίδι — ξεφωνίζω — κηπάκος — τιμωρητικός — φανταχτερά — γεννοβόλημα — συσκευάζω — μήκων — πουτανιά — γερδέλι — λευκοσιδηρουργείο — εντρέπομαι — κουτρούλης — σχηματίζω — αψίνθιον — τοξικότητα — βρώσιμος |
|||