Новогреческий словарь
σκόρ
σκόρ
το спорт.
счёт
;
μέ ~ δυό μηδέν — со счётом два ноль
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
счёт
? —
σκόρ
как с
(ново)греческого
переводится слово
σκόρ
? — счёт
#
(ново)греческий словарь
—
δερμόνι
—
δεξιούμαι
—
αντιδικώ
—
δαιμονολατρεία
—
καταχώρηση
—
πρασινούλικος
—
νοσοκόμα
—
αυτογεμής
—
ακατασίγητος
—
πονταδόρος
—
συνεδριασθέντα
—
χειροτονία
—
ξεπλένω
—
ισπανομαθής
—
ξόδεμα
—
επισημασμένος
—
τριμηνιαίος
—
βραδύνω
—
παρμάρα
—
αμοιβαδίαση
—
αιώρα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве