|
η 1) обслуживание; 2) услуга, помощь; γραφείο ~ήσεως — бюро обслуживания #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово обслуживание? — εξυπηρέτηση как на (ново)греческом будет слово услуга? — εξυπηρέτηση как на (ново)греческом будет слово помощь? — εξυπηρέτηση как с (ново)греческого переводится слово εξυπηρέτηση? — обслуживание, услуга, помощь — Αυστραλός — πούς — αλατοπώλης — επισείω — καταπόνηση — φαλαινίτης — τσίπα — αξιοκρατία — χορωδός — μιλλι-αμπέρ — αριστοκράτης — μεθερμηνευόμενος — νανάρισμα — δεκατεύω — ειμή — βροντισμός — κλακαδόρος — διαστομωτήριον — λεφτούλια — ελαιοχρωματισμός — νοστιμούλικος |
|||