Новогреческий словарь
φρενάρισμα
φρενάρισμα
το
торможение
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
торможение
? —
φρενάρισμα
как с
(ново)греческого
переводится слово
φρενάρισμα
? — торможение
#
(ново)греческий словарь
—
γούργουλας
—
ναυτόπουλο
—
εμπορευματοκιβώτιο
—
Σόλοι
—
μπάτσικα
—
μεταχύνω
—
αγραβανί
—
απρόσοδος
—
γαλένα
—
καματάρισσα
—
μικρόδους
—
λιμάρισμα
—
κρυσταλλικότητα
—
ανασκίρτημα
—
μονογένεση
—
βαλσαμώνω
—
ζήτηση
—
βατταρίζω
—
κοντύλια
—
φαντασία
—
βαφτιστήρα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве