|
(αόρ. ανέρρηξα, παθ. αόρ. ανερράγην) разбивать, раскалывать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово разбивать? — αναρρηγνύω как на (ново)греческом будет слово раскалывать? — αναρρηγνύω как с (ново)греческого переводится слово αναρρηγνύω? — разбивать, раскалывать — κορφοβούνι — αετομάτης — ομοιοπολικός — δίωξη — ζωηράδα — χοντροκοπάνα — ακακοπέραστος — ακανθία — καταμόσχευση — συνυπογράφω — κωλόμπος — ισχαιμία — ρουμελιώτικα — αυταπατώμαι — προσγείωση — καθελκυσμός — επαρκής — αιματοποσία — ανασκούμπωμα — αιτιολόγηση — μακροκατοληξία |
|||