Новогреческий словарь
ατσικνίδα
ατσικνίδα
η 1)
крапива
;
2) перен.
язва
(о женщине)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
крапива
? —
ατσικνίδα
как на
(ново)греческом
будет слово
язва
? —
ατσικνίδα
как с
(ново)греческого
переводится слово
ατσικνίδα
? — крапива, язва
#
(ново)греческий словарь
—
μεταξουργία
—
απολυσώνας
—
σποδός
—
αντίσταυρα
—
αλαμπής
—
ψουνιστός
—
ολόβολος
—
ασελγής
—
κηδεστία
—
γλυκοκοιμώ
—
μεθυστικός
—
αναποφάσιστος
—
μηλομαχία
—
σκαρλατίνα
—
προεδρεία
—
ακόνημα
—
κοτσάκικος
—
τυφλός
—
αντισταθμισμένος
—
διττανθρακικός
—
εικοτολογία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве