|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово συγγενικά? — — δεματού — αλευρεμπόριο — αποδεκτός — ασυναγώνιστος — μαλακτικότητα — προγραμματίζω — ταξιτζίνα — ιθύφαλλος — εστιατόριο — εικοσαριά — τσαλιμάκι — εμβάζω — διεκθλίπτης — επίλογος — μελισσουργία — γουστόζος — θερμοκρασία — ψάρ — βιολογία — πολλαπλασιαστής — μπάρα |
|||