Новогреческий словарь
σόττο
σόττο
:
~ βότσε — тихим голосом
;
~ βέντο — с подветренной стороны
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
σόττο
? —
#
(ново)греческий словарь
—
πασσατέμπο
—
ανθρωποθάλασσα
—
εφίστιος
—
κατουράω
—
σκυλόψυχος
—
συνταξιοδοτικός
—
ντεϊστικός
—
ανακουφίζω
—
θρύψις
—
αρκούμαι
—
εντομόφιλος
—
ανθίβολο
—
μονώροφος
—
μικροβιοφάγος
—
κουφός
—
γαλαξίνα
—
τσαλαβούτας
—
ξεκουμπίδια!
—
ανήστευτος
—
λιθαγωγός
—
απότοκο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве