|
(-ώνος) ο нейрон #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово нейрон? — νευρών как с (ново)греческого переводится слово νευρών? — нейрон — ανυπνώτιστος — κυλινδρόμυλος — ασπίς — βακχεύω — σπειρί — αρχοντογεννημένος — λαοφιλής — αψυχιά — τριμμένος — κουβούσι — προσύλληψη — καταφερτζού — δεκατέσσερις — βαρδαβέλα — θειαφιστήρι — ημίκαυστος — βασκανθήρα — σερδάρης — βρύση — φυσιοκράτης — ξάστερος |
|||