Новогреческий словарь
αρκτοκέφαλος
αρκτοκέφαλ|ος
ο
тюлень
(один из видов)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
тюлень
? —
αρκτοκέφαλος
как с
(ново)греческого
переводится слово
αρκτοκέφαλος
? — тюлень
#
(ново)греческий словарь
—
χοληστερίνη
—
κλωστήρ
—
προβέντζα
—
αναχωματικός
—
κασκέττο
—
σαβουράδικο
—
ραδιοσκοπώ
—
μπαμπέσικος
—
φιλύρα
—
ξηροπήγαδο
—
κακοφανισμός
—
πλατανών
—
λούγκρα
—
διαζευγμένος
—
κυκλώνας
—
σμυρίγδι
—
σαφήνιση
—
βοϊδόγλωσσο
—
σάττω
—
γουρουνόμαντρα
—
αξιωματικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве