|
(-εως) η привычка; καθ' έξιν — по привычке; κακή ~ — дурная привычка; === η ~ είναι δευτέρα φύσις — погов. [phrase]привычка - вторая натура[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово привычка? — έξις как с (ново)греческого переводится слово έξις? — привычка — άβλαβα — εθνεγέρτης — αρμπαρόρριζα — κρεατόπιττα — ελεφαντίδιον — παρουσίαση — δόκηση — ξεβράζω — ημιδιώροφος — σμυριδοφύλακας — μασκαρατζίκος — ξυστό — σβωλάκι — διαναπαύομαι — αστιγμία — υπάρχοντα — θεατρίζομαι — φυσερό — διαδραστικός — φθόγγος — απονέρι |
|||