Новогреческий словарь
παράγραφος
παράγραφ|ος
η, ο 1)
параграф
;
2)
абзац
;
===
αυτό είναι άλλος ~ — [phrase]это другое дело[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
параграф
? —
παράγραφος
как на
(ново)греческом
будет слово
абзац
? —
παράγραφος
как с
(ново)греческого
переводится слово
παράγραφος
? — параграф, абзац
#
(ново)греческий словарь
—
αξιοστιγμάτιστος
—
σαρωτικός
—
χτυποκάρδι
—
γλυκοφέγγω
—
πρωτόκλιτος
—
εννεύρωσις
—
γαρουφαλόλαδο
—
σωροβολιάζομαι
—
ασπίλωτος
—
παθιάζομαι
—
μαρξιστικο-λενινιστικός
—
λαμπριάτικα
—
χρυσόνημα
—
μπαμπακόλαδο
—
μοδίστρα
—
ήλιον
—
γινατσάρικα
—
ευ-
—
παχύρρευστος
—
μονοπλάνο
—
ηλεκτρομαγνήτης
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве