|
быть священником #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово быть священником? — ρασοφορώ как с (ново)греческого переводится слово ρασοφορώ? — быть священником — θειώδης — γύψινος — τακτοποίηση — ονειρεμένος — σαλό — ξοδιάζω — οκτακόσια — βεζικατόριο — αποφλοίωση — ακέφαλος — λαβαίνω — πετρογονία — ασκούργιαστος — κρεατί — παραταγίζω — λιθοθρύπτης — ζα — νοησιαρχικός — βρεχούμενος — αποσείω — λιμενοδείκτης |
|||