|
η 1) вход; 2) узкая улица; 3) прилив #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вход? — έμπαση как на (ново)греческом будет слово узкая улица? — έμπαση как на (ново)греческом будет слово прилив? — έμπαση как с (ново)греческого переводится слово έμπαση? — вход, узкая улица, прилив — προορατικός — ταχυδρομικός — πορθμός — δαψιλώς — φευκτέος — διάσταση — εκρέμασα — ματεριαλισμός — γυφτοχαρατσής — προελληνικός — πιστότητα — δειλός — νεωτερισμός — αμπούκωτος — αναχώνευση — εργοτάξιο — αστρονομία — χρυσορρήμων — αποσφήνωση — νόημα — μπαχτσές |
|||