|
воздуходувный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово воздуходувный? — φυσητικός как с (ново)греческого переводится слово φυσητικός? — воздуходувный — χρυσαύγεια — λιγνίνη — θάλαμος — μαυρομούρης — τζαμπάζης — λαξ — ασύσταγος — ανεκτικότητα — σχολείο — κοστίζω — φταίγω — κυκλικότητα — παρέσχον — αδρωμα — κληροδόχος — αθροιστήρας — αγουροξυπνώ — σποραδικός — ψυχοπονάω — ανθρακοποιός — αγαλλιάζω |
|||