Новогреческий словарь
σακκίδιο
σακκίδιο
1)
вещевой мешок, рюкзак; ранец
;
2) :
~ (κυρίας) — дамская сумочка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
вещевой мешок
? —
σακκίδιο
как на
(ново)греческом
будет слово
рюкзак
? —
σακκίδιο
как на
(ново)греческом
будет слово
ранец
? —
σακκίδιο
как с
(ново)греческого
переводится слово
σακκίδιο
? — вещевой мешок, рюкзак, ранец
#
(ново)греческий словарь
—
μήλιος
—
διαζώστρα
—
ενύδρωση
—
γλυκόλαλος
—
απρόσμενα
—
αναμερίζω
—
αργίλιο
—
αυτόμολος
—
χακί
—
σοκολάτα
—
γιάμπολη
—
σουμμάρισμα
—
σκόλοψ
—
αντικαλαισθητικός
—
κορασίδα
—
ασύχαστος
—
νταηλίκι
—
στρίγγλα
—
ύστερος
—
μπούρτζι
—
μάνδρα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω