|
заснеженный (о вершине горы) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово заснеженный? — χιονοστεφής как с (ново)греческого переводится слово χιονοστεφής? — заснеженный — πυροδοτώ — διασκέλα — αποθέσιμο — λουσαρίζω — αυτάρκης — ανεβοκατεβάζω — συμπεθεριά — εφηβεία — καμπυλόγραμμο — δημαρχία — υδατοσφαιριστής — ασχέτιστος — κρησαρίζω — γεροντοβρόσια — έμπνευση — μακρότητα — φλούδα — ταρτούφος — δωδεκαετής — λύνομαι — οικονομική |
|||