|
правдивый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово правдивый? — αληθοεπής как с (ново)греческого переводится слово αληθοεπής? — правдивый — αφροσκέπαστος — αψεγάδιαστα — έφεδρος — μωροφιλοδοξία — ονομασιολογία — διμηνιαίος — διαβεβαίωνω — πορτοκαλλεώνας — αλεπονοριά — αρόδου — λαμπαδάριος — λιγώνω — λαμπιόνι — δαιμονιώδης — χιονόβλημα — πορφυρογέννητος — εκφόβηση — αυτοπροσωπογραφούμαι — γραμματοσημοσυλλέκτης — αφυσικότητα — δρολάπι |
|||