|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αντικαταβάλλω? — — μητρορραγία — εμπληρώνω — ξαδέρφη — κοσμογονία — ρουφήχτρα — αποβράζω — απώλεια — χειραγωγημένος — ανδρομανής — αδρύς — βλοσυρότης — σταμάτισμα — ομφαλός — γλύκαμα — σάκχαρις — ξέψυχος — βωλί — βεγγέρα — ενδομητρίτις — καταδότρια — ζερκός |
|||