Новогреческий словарь
υγραίνομαι
υγραίνομαι
увлажняться
;
ηγράνθηκαν τά μάτια (или οι οφθαλμοί) — [phrase]глаза увлажнились, стали мокрыми от слёз[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
увлажняться
? —
υγραίνομαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
υγραίνομαι
? — увлажняться
#
(ново)греческий словарь
—
εξάρτυση
—
μοτόν
—
ξεκουράζομαι
—
διακόσμηση
—
άποψη
—
εμφωλεύω
—
κατσαρίδα
—
Ουγγαρέζος
—
στεγανόποδο
—
Φωτεινούλα
—
αρμεγάρης
—
μελανώνω
—
λαβώνομαι
—
φαντασιακός
—
αυτοσυντηρούμαι
—
πιρόγα
—
ετερόκλητος
—
παραδεδεγμένος
—
αντικαλαισθητικός
—
υπτίαση
—
λενινιστικά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве