|
государственный; ~ή επιχείρηση — государственное предприятие; ~ό ίδρυμα — государственное учреждение; ~ μηχανισμός — государственный аппарат #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово государственный? — κρατικός как с (ново)греческого переводится слово κρατικός? — государственный — γεφυρόζευγμα — αισχρός — αεριοδοχείο — αδικοπλούτισμα — βόριο — ποδοπάνο — λεξικολογικώς — εδώθενες — γδάρμα — πιτσιλώ — σταφνίζω — στραγγούλα — λέϊ — Έλλην — ταμένος — σελιδοδείκτης — υπεραγωγός — ψαρόμαλλος — νουρά — βιβλικός — χαλκευτήριο |
|||