|
мор. носовой #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово носовой? — έμπρωρος как с (ново)греческого переводится слово έμπρωρος? — носовой — χυμευτής — παλληκαρισμός — ρετσίνι — αντερί — παρατροπίδιο — μακάκος — ασκημομούρης — αερομοντέλο — κούφιος — λαρυγγισμός — διοργάνωση — παράτυφος — ξυλάγκαθο — δίκορκος — μάτς — αυτόθι — επίτομος — φρύττω — λιγότερος — αμυγδαλόψιχα — ακουή |
|||