|
обезглавливать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово обезглавливать? — καρατομώ как с (ново)греческого переводится слово καρατομώ? — обезглавливать — θίγω — τσιγκούναρος — χολολιθικός — φλυτζάνι — δουτιά — ορνιθώνας — κάδος — παθητικός — ομοιο- — γεραλέος — μολονότι — ιερακιδεύς — υδροσκόπος — παιδιακίζω — χούγια — σκουντιά — χονδρικός — τυπωθήτω — παρελθοντολογία — τεμπελχανιό — διπροσωπία |
|||