|
одиннадцать раз #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово одиннадцать раз? — ενδεκάκις как с (ново)греческого переводится слово ενδεκάκις? — одиннадцать раз — αυτογεννώμαι — Ρώσος — αλπότρυπα — αλλαξοθωριάζω — θηριοτρόφος — λιγοψυχιά — αποβροχάρης — ημιχρόνιο — λαβίδα — ερπετό — γραφική — φελλομάννα — γαιανθρακορύκτης — γνοιάζομαι — βαπορέτο — αήρ — ερυσιβώδης — τυπογραφία — παντατίφ — γιασεμάκι — δρέπανο |
|||