Новогреческий словарь
ενσφήνωση
ενσφήνωση
η
вклинивание
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
вклинивание
? —
ενσφήνωση
как с
(ново)греческого
переводится слово
ενσφήνωση
? — вклинивание
#
(ново)греческий словарь
—
σκάλεμα
—
πρωτόγαμος
—
μουλτεζίμης
—
πετρολογία
—
τσαγερία
—
σκαλμός
—
εγγραυλίς
—
απολυτήριος
—
αγριάδα
—
τετράκις
—
ελκοπαθής
—
νηνεμώ
—
ακρο-
—
αναμαυλίζω
—
Τριπτόλεμος
—
κατηχούμενος
—
ισκιερός
—
γαργαλιστικός
—
δεκάδιπλος
—
απόθεμα
—
αυτοκριτική
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве