|
осиротить #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово осиротить? — απορφανίζω как с (ново)греческого переводится слово απορφανίζω? — осиротить — κιβώτιο — γλυκοπύρηνος — απόπιμα — πεσιμιστής — διύλιση — απιθώστρα — φουντίτσα — τετραγωνάκι — γαριερός — ημίκοσμο — νοσήλεια — λαμπίζω — καθαιρώ — αλλόδοξος — τρελοπαντιέρα — ξαναγράφω — λιθογράφηση — επανειλημμένος — εθνοτικός — εγκοίλιος — επανάταξις |
|||