Новогреческий словарь
ωοφάγος
ωοφάγ|ος
питающийся яйцами
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
питающийся яйцами
? —
ωοφάγος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ωοφάγος
? — питающийся яйцами
#
(ново)греческий словарь
—
ελεγκτήριο
—
εύδαιμονώ
—
θρησκευτικότητα
—
πελεκάνος
—
ρόγος
—
φυτόχωμα
—
ποταμοφράκτης
—
φαμπρικάντης
—
καταγεμίζω
—
γιορτολόγημα
—
ατιμαστής
—
οινοπνευματοποιία
—
οξειδώνω
—
αλιπάστωση
—
νηπιοκόμος
—
άθαφτος
—
δροσόλουστος
—
συνέλευση
—
κηρόχρόυς
—
λαϊκοδημοκρατικός
—
διεγγύησις
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве