Новогреческий словарь
αλόη
αλόη
η бот.
алоэ
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
алоэ
? —
αλόη
как с
(ново)греческого
переводится слово
αλόη
? — алоэ
#
(ново)греческий словарь
—
κληροδότης
—
εκδίπλωση
—
επιτατικός
—
μικροπαντρεύομαι
—
διοργανωτής
—
πολυχρονεμένος
—
διχοστασία
—
καταφερτζού
—
Αργεντινή
—
έκζεμα
—
ανθόστρωτος
—
οξύμωρος
—
ζουμάτος
—
κολλοδιοχάρτης
—
τσαμπουνοφυλάκα
—
μυγόχεσμα
—
αποχτώ
—
κόρδα
—
ψιλοπράγμα
—
δυϊκός
—
παροδικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве