|
луговой; пастбищный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово луговой? — λειβαδήσιος как на (ново)греческом будет слово пастбищный? — λειβαδήσιος как с (ново)греческого переводится слово λειβαδήσιος? — луговой, пастбищный — μονόχρους — τυφέκιον — τριανταριά — σημειωτικός — γλωσσόφωνο — αραριά — ανεκμετάλλευτος — βλησίδι — ψώλος — λιγοθυμιά — εννιάημερα — καμπαναριό — στάλα — λιόκαλος — ψυχογραφικός — διακονιά — αριθμολογώ — έντεκα — φυσιοκρατικός — ορίζουσα — σαρκοφαγία |
|||