|
накрепко закрытый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово накрепко закрытый? — θεόκλειστος как с (ново)греческого переводится слово θεόκλειστος? — накрепко закрытый — ευδιαθεσία — λιμενοφύλακας — χώρηση — κυφούμαι — φώλι — κακωσύνη — καβλιτζέκι — παρατηρούμαι — μεσομακροπρόθεσμος — μαλακολόι — πετυχημένος — λογαριασμός — αφορίζω — αχυλία — γόνιμος — φεγγαρομαγουλάτος — πολυδάκρυτος — προέμβασμα — προίξ — βενετοκρατία — αθανάτιστος |
|||