|
η влюбчивость #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово влюбчивость? — ερωτοληψία как с (ново)греческого переводится слово ερωτοληψία? — влюбчивость — σπιουνιάρω — εξηκοστό — τελωνίς — ανακλαστικός — συγχυσμένος — φιαλοδόχη — μακρηγορία — χαντζάρι — γλαυκότητα — χρηματιστηριακός — μαντατουρεύω — ενδοσπέρμιον — ραγδαία — αλόγιστα — κουζουλός — ωοσκοπία — όρχιδα — διαφωνία — αλλοπρόσαλλος — πιτυρούχος — ποκάρι |
|||