Новогреческий словарь
παρακλαδεύω
παρακλαδεύω
чересчур подрезать
(деревья, кусты)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
чересчур подрезать
? —
παρακλαδεύω
как с
(ново)греческого
переводится слово
παρακλαδεύω
? — чересчур подрезать
#
(ново)греческий словарь
—
απειροπληθής
—
ασπίς
—
πιατίνι
—
ανοικοδόμητος
—
επιθεωρησιογράφος
—
κοντραμπάστουνο
—
κουφάλα
—
αισθητήριο
—
ψωριασμένος
—
απόσταση
—
προσεδαφίζομαι
—
δασάρχης
—
σαγόνι
—
αντιστράτηγος
—
ενδοφλεβικός
—
βήχω
—
αδελφή
—
ηλεκτροσταθμός
—
βαμβακομέταξος
—
συναίτιος
—
ομόσπονδος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве