Новогреческий словарь
βαλσάκι
βαλσάκι
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
βαλσάκι
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ντοκουμεντάρισμα
—
εμπειρισμός
—
αλαλητό
—
ζωοτόκος
—
κατοπινάρικο
—
αντινομισμός
—
παρεκβατικότης
—
κοντοβολεύω
—
εκφραστικότητα
—
υποτονικότητα
—
περιτρέχω
—
αντιπεφωνημένος
—
σκαθάρι
—
καρδιακός
—
ταξιθέτησις
—
χαμαιλέοντας
—
ουρανοβάμων
—
ηχηρός
—
ξάστερος
—
διαφυλάττω
—
ποδοκλωτσώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве