|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово βαλσάκι? — — δίμετρος — ενωμόταρχος — τερψιλαρύγγιο — κραμπολάχανο — βάψιμο — κεντροαριστερός — μαϊδανός — ξάνοιγμα — αποχείμωνα — φιλάρετος — ασπρόμαλλος — αντιαεροπορικός — προτιμάω — πηχτός — δεσπότης — χταποδομακαρονάδα — κατάρρους — δικέφαλος — λεμφοπάθεια — απροσδόκητος — μυκτήρ |
|||