|
το ухудшение #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ухудшение? — χειροτερεύμα как с (ново)греческого переводится слово χειροτερεύμα? — ухудшение — ξενοδοχοϋπάλληλος — επιπλέον — εξείπον — τάπητας — ιδεοκρατικός — ιταλομαθής — αοριστολογικός — αμπελού — σήραγξ — ελευθεριακός — τσατίζω — αρχίτερος — αποφατικά — καθήλωση — αψυώνω — πατρωνάρισμα — αποσαρκώνω — ορογραφικός — ορθοτροπισμός — απαλλοτριωτέος — μύρτινος |
|||