|
колеблющийся, сомневающийся, неуверенный #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово δισταχτικός? — — πόστο — καλλιγράφω — ες — μικροκλιματολογία — ανοησία — κριματισμένος — οξυθειούχος — σφετερίζομαι — αποθαρρύνω — μετωπικός — πόντζα — πόδημα — περίτεχνος — στενοπορία — ντάβανος — ερώτηση — ανακυλίω — αιματώνω — πρωτεϊκός — τόνος — κατσαμάκας |
|||