|
ο 1) единомышленник; 2) единоверец #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово единомышленник? — ταυτόδοξος как на (ново)греческом будет слово единоверец? — ταυτόδοξος как с (ново)греческого переводится слово ταυτόδοξος? — единомышленник, единоверец — απογωνιάζω — αιμοσπερμία — μερκατορικός — μορφάζω — ντεμουαζέλλα — καστανόξανθος — φτεροκοπώ — πλακουτσωτός — δωράκι — αδικοπραξία — παραφυλάττω — φλέγμα — βαμβακόπετρα — πιατέλα — προσπελασιμότητα — επανειλημμένα — κρυστάλλιασμα — αναθαρρεύω — ποδαγρικός — ευκινησία — φά |
|||