Новогреческий словарь
πινάκιο
πινάκιο
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
πινάκιο
? —
#
(ново)греческий словарь
—
καθαριστήριο
—
παρατρώγω
—
γλυκοκοίταμα
—
σαβουρογάμης
—
μεταμοντερνισμός
—
γυναικολόγος
—
επηγκενίς
—
εξαερωτήρας
—
ανιμαλισμός
—
σπορείο
—
λέβητας
—
γλωσσού
—
προθυμοποιούμαι
—
φιλελευθερισμός
—
μεταξουργείο
—
αντιλογήτικος
—
επικρέμαση
—
καραγκιοζλίδικος
—
ορισμένος
—
κεραμωτός
—
κεντρόφύξ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве