Новогреческий словарь
ανταλλακτικό
ανταλλακτικό
το
запасное колесо
(или шина)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
запасное колесо
? —
ανταλλακτικό
как с
(ново)греческого
переводится слово
ανταλλακτικό
? — запасное колесо
#
(ново)греческий словарь
—
οπαδός
—
σπογγαλιέας
—
καϋμένος
—
Μασκαράς
—
γαρδέλι
—
αυτεξούσιος
—
διακορεύω
—
μαυροπούλι
—
τετραπερασμένος
—
μακρινάρι
—
στρατάρχης
—
οικοκυρά
—
αδειούχα
—
ακλώσσιστος
—
σουρουπώνει
—
ανεύθετος
—
καρουλάκι
—
έγκλειση
—
χολοκυστεκτομή
—
εκπροσώπευση
—
αλάφιασμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве