|
η фарм. капсула #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово капсула? — κάψουλα как с (ново)греческого переводится слово κάψουλα? — капсула — γνωσιολογία — πατριδογνωσία — ιδεαλιστής — νεοελληνιστί — απομύζηση — ανδριαντοποιός — χρηματίζομαι — τσόχινος — θεατρικότητα — άφλεβος — πολυκύτταρος — σύξυλος — αλακάπα — υπόκεντρο — γνεθολογώ — σποριαρης — κυττάζομαι — λεβάρω — δίμιτος — εξηντάχρονος — παναγιότης |
|||