Новогреческий словарь
εγκοιλαίνω
εγκοιλαίνω
(αόρ. ενεκοίλανα)
выдалбливать; углублять
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
выдалбливать
? —
εγκοιλαίνω
как на
(ново)греческом
будет слово
углублять
? —
εγκοιλαίνω
как с
(ново)греческого
переводится слово
εγκοιλαίνω
? — выдалбливать, углублять
#
(ново)греческий словарь
—
αρχειακός
—
συνδιάσκεψη
—
αποκορυφούμαι
—
αναβλητικός
—
πετρογένεση
—
βράδι
—
γαλακτόχρους
—
βιβλιοδέτηση
—
άνεγνοιος
—
ευθυωρία
—
αρμάθιασμα
—
εντριβής
—
φυσιολάτρισσα
—
αναρχούμαι
—
εξετράπην
—
έμπιστος
—
μεσότριβος
—
ελαφρούτσικος
—
ξαναγυρίζω
—
ερειπώνω
—
άπετρος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве