|
η прям., перен. трезвость #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово трезвость? — νηφαλιότητα как с (ново)греческого переводится слово νηφαλιότητα? — трезвость — ισορρόπηση — ενεργειακός — ισασμός — βαναυσούργία — πουσταλευριά — οπωρικός — εκφυλιστικός — ριπίδιον — δημιουργικός — ανεξαρτήτως — αποδασώνομαι — πίκραμα — συγκεντροποίηση — οίκοθεν — λασπολόγος — λειαντήριον — πισινούλης — αμάχητα — μοδιστρούλα — αναρριχητικός — καταναλωμένος |
|||