|
шейный; ~ σπόνδυλος — шейный позвонок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шейный? — αυχενικός как с (ново)греческого переводится слово αυχενικός? — шейный — κοινωφελώς — βελόνα — τοξικολογία — περίπου — κακογράφος — κερασέων — εξαγοράσιμος — ταπεινότητα — αλλιώτικος — σκουτεράκι — αντιδυναστικός — συμποσιάζω — σαχλαμαράκιας — επισημασμένος — ιμπρεσσιονισμός — μέλλον — τραγουδιστικά — εμβόλαιον — οργανίδιο — αποξεραίνομαι — ροδωνιά |
|||