|
дрожащий; μέ ~η φωνή — дрожащим голосом #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дрожащий? — τρεμάμενος как с (ново)греческого переводится слово τρεμάμενος? — дрожащий — εξαστισμός — κουλουβάχατα — ξενόμορφος — αιγίδα — εβίβα — οικείος — υποφέρω — αβγατάω — ξυστρίζομαι — ακράτητα — κριτικός — μπατζανάκισσα — σακχαρουρία — απόμαλλο — απλοϊκότητα — ψαλιδάρης — λιχνιστής — ανέμποδος — ενδεκάμηνος — ανοσιουργία — ανισοσκελή |
|||