|
дрожащий; μέ ~η φωνή — дрожащим голосом #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дрожащий? — τρεμάμενος как с (ново)греческого переводится слово τρεμάμενος? — дрожащий — σκωληκοειδίτιδα — εθνοσυνέλευση — μπαμπάς — υπνοβάτις — τριγύρισμα — σύμφυτος — παλινορθώνω — δώδεκα — μικρόδους — καταβύθιση — χάλκωμα — μπόγιας — βαλτοτόπι — νταγιαντώ — αρσενικούχος — μηρυκασμός — έλειος — τρώγω — αρκουδιστά — αμφιρρέπω — κύκλωση |
|||