|
ист. относящийся к фратрии #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово относящийся к фратрии? — φρατρικός как с (ново)греческого переводится слово φρατρικός? — относящийся к фратрии — παραλογιστικός — αγέραστος — κοτώ — πωγωνοφόρος — κρεατοφάγος — ενεστωτικός — κρατίδιο — μαγουλού — αστόμωτος — βαφτιστής — παράπλευρος — γιορτασμός — φανελλοποιία — ελαφρύς — αντιμοναχικός — πάρεξ — σεμπρικός — θεϊκός — φράγμα — εκστρατεύω — άπλατος |
|||