|
ощетиниться (перен.); ~ από τό κακό μου — прийти в ярость #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ощетиниться? — γατιάζω как с (ново)греческого переводится слово γατιάζω? — ощетиниться — αστρίμωχτος — κούτσαμα — κτηνάνθρωπος — φανερωτής — κοσμοξακουσμένος — βαράω — διακεχυμένος — ανεξιστόρητος — σερνικοθήλυκος — χρονογραφικός — ημισκοτεινός — ιδιαίτερο — τρίγωνος — καρροποιός — σύξερος — καλύτερος — τέχνασμα — ασύντριφτος — κόλλυβος — νότος — διορυγή |
|||