|
морганатический #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово морганатический? — μοργανατικός как с (ново)греческого переводится слово μοργανατικός? — морганатический — τρώκτης — γκιουβέτσι — μπασταρδεύω — ηπιότητα — αναβάλλεται — μαλαθούνα — λιθογράφηση — ασήμαντο — τσεκουρώνω — αθηναίικος — αδέλφωση — λειψοφέγγαρο — γαλατοβούτυρο — γυφτοφάσουλο — απαριθμητής — αρμολογία — ζεματιστός — πτυελίνη — αυγινός — στέαρ — υποβορειοανατολικός |
|||