Новогреческий словарь
αυτονομικός
αυτονομικός
относящийся к автономии
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
относящийся к автономии
? —
αυτονομικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
αυτονομικός
? — относящийся к автономии
#
(ново)греческий словарь
—
ήξεις-αφήξεις
—
υποβαλλόμενος
—
Αγαθάγγελος
—
μπουζουκτσής
—
εγκιβωτισμένος
—
σφενδόνιση
—
ψιμυθιώνω
—
οικοτεχνία
—
μασούριασμα
—
έξαρση
—
τραβιουμαι
—
ευθύδικος
—
κόκκαλο
—
μόσχειος
—
ενεχυροδανειστικός
—
λευχειμονώ
—
μπούχτισμα
—
τριάρι
—
Γραικός
—
τσεπώνω
—
ναζίστρια
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве