|
относящийся к автономии #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово относящийся к автономии? — αυτονομικός как с (ново)греческого переводится слово αυτονομικός? — относящийся к автономии — νικάω — λιθογόνος — πατώνω — εγκσρδίωση — ντάμα — αφροδισιακός — χλιμάρα — έργο — πορνογραφικός — ελεφαντένιος — περιτραχήλιο — νομοδιδάσκαλος — μεσοκλινής — υδροτεχνική — αντρόκαρδος — μυλωνού — σμηγματογόνος — γεώργημα — λεβεντάνθρωπος — λύγος — δραχμοβίωτος |
|||