Новогреческий словарь
κάτοπτρο
κάτοπτρο
το прям., перен.
зеркало
;
===
ως εν κατόπτρω — как в зеркале
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
зеркало
? —
κάτοπτρο
как с
(ново)греческого
переводится слово
κάτοπτρο
? — зеркало
#
(ново)греческий словарь
—
γεωμετρικός
—
μάγια
—
χαστούκι
—
καύσωνας
—
αναχωματίζω
—
κλαπαρχίδης
—
παπουτσωμένος
—
καταντοίνω
—
αδιατάρακτος
—
χυμώδης
—
νανοσωματιδια
—
απολεπισμένος
—
ξεπερασμένος
—
αδελφομίκτης
—
αποκαλύπτω
—
ανάδευμα
—
περιχαρακώνομαι
—
πτυχωτός
—
μυτιλοτροφείο
—
ταύρος
—
αμετάθετος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве