Новогреческий словарь
εννεύρωση
εννεύρωση
(-εως) η
иннервация
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
иннервация
? —
εννεύρωση
как с
(ново)греческого
переводится слово
εννεύρωση
? — иннервация
#
(ново)греческий словарь
—
ημίλευκος
—
λιόκαμα
—
αυτοπροαίρετα
—
φασιστής
—
στιχομανία
—
ωόπλασμα
—
υποτροπίαση
—
πιάστρα
—
απανωτάρι
—
αγγειοσυστολή
—
συνθλώ
—
χειρότερος
—
διάτρητος
—
ωσμοσκόπιο
—
καταχείρισμα
—
αποβραδίς
—
προπαρασκευαστικός
—
καρδιοσωσμός
—
μεταχρωματίζω
—
γκαστρώνομαι
—
εναποταμιεύω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве